ακρυλικό οξύ

ακρυλικό οξύ
Ακόρεστο οργανικό οξύ με τύπο CH2=CHCOOH. Αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των μονοκαρβονικών οξέων με ανοιχτή αλυσίδα και έναν διπλό δεσμό. Είναι υγρό άχρωμο, με έντονη ερεθιστική οσμή. Έχει σημείο ζέσης 141°C και διαλύεται εύκολα στο νερό, το οινόπνευμα και τα άλλα οργανικά διαλυτικά (αιθέρα, βενζίνη κλπ.). Παρασκευάζεται από ακετυλένιο, μονοξείδιο του άνθρακα και νερό: CH CH + CO + Η20 → CH2 = CH COOH, από την οξείδωση, επίσης, της ακρολεΐνης και από την υδρόλυση του ακρυλονιτριλίου. Συμπεριφέρεται ως ακόρεστη ένωση, δίνει εύκολα αντιδράσεις προσθήκης και χρησιμοποιείται μαζί με τα παράγωγά του (ακρυλικούς εστέρες, ακρυλονιτρίλιο), για την κατασκευή συνθετικών πλαστικών, γιατί πολυμερίζεται και δημιουργεί μακρομοριακές ενώσεις: Χ CH2=CH COOH → CH2–CH COOH Χ. Τα πολύτιμα αυτά πλαστικά είναι διαφανή και χρησιμοποιούνται για υαλοπίνακες ασφαλείας, φακούς επαφής, κατασκευή τεχνητών οδοντοστοιχιών, κοσμήματα και διακοσμητικά είδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… …   Dictionary of Greek

  • ακρυλικός — ή, ό Χημ. αυτός που προέρχεται ή έχει σχέση με το ακρυλικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. acrylic < acr (< acrolein, πρβλ. ακρολεΐνη) + yl (< ύλη) + ic πρβλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • ακρυλικά — Συνθετικά πλαστικά και υφάνσιμα που σχηματίζονται από την ακρολεΐνη (βλ. λ.), το ακρυλικό οξύ ή τα παράγωγά τους με πολυμερισμό. Ένα από τα πιο σπουδαία α. υφάνσιμα είναι το ορλόν που σχηματίζεται από τον πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου.… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”